Βασανιστήρια - Ποινικό Δίκαιο - Κακομεταχείριση από ιδιώτη - Απάνθρωπη συμπεριφορά - άρθρο 3 ΕΣΔΑ - Δίκαιη δίκη - άρθρο 6 ΕΣΔΑ - Αποδείξεις - Αποκλεισμός αποδείξεων - Κατάθεση μαρτύρων - Ποινική Δικονομία - Παράγωγα αποδεικτικά μέσα.

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η από 5.11.2020 απόφαση που εξέδωσε το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Ćwik κατά Πολωνίας (αριθ. προσφ.  31454/10). Η ιδιαιτερότητα της παραπάνω απόφασης, η οποία ελήφθη κατά πλειοψηφία καθώς οι δικαστές Woityczek και Pejchal μειοψήφησαν, έγκειται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά στην ιστορία του ΕΔΔΑ εφαρμόστηκε ο κανόνας που απαγορεύει την χρήση αποδείξεων που έχουν αποκτηθεί μετά από κακομεταχείριση όταν αυτή πραγματοποιηθεί όχι από κρατικά όργανα αλλά από ιδιώτη.

Όλες οι πρότερες αποφάσεις αφορούσαν αποδεικτικά στοιχεία που ελήφθησαν ως αποτέλεσμα κακομεταχείρισης που προκάλεσαν κρατικοί υπάλληλοι. Με την απόφαση αυτή επεκτείνεται η ισχύς του ως άνω απόλυτου απαγορευτικού κανόνα στο σύνολο των καταθέσεων και αποδεικτικών μέσων που έχουν ληφθεί μετά από βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, και πολύ ορθά παντού. Με τον τρόπο αυτόν το ΕΔΔΑ επαύξησε την προστατευτική εμβέλεια του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ανεξαρτήτως της προέλευσης των βασανιστηρίων ή της απάνθρωπης μεταχείρισης, ήτοι από κρατικό υπάλληλο ή ιδιώτη.

Ο προσφεύγων Grzegorz Ćwik, Πολωνός υπήκοος ήταν μέλος εγκληματικής οργάνωσης η οποία εμπλέκονταν σε διακίνηση κοκαΐνης στην Πολωνία. Το 1997 ο προσφεύγων μαζί με ένα άλλο μέλος της εγκληματικής οργάνωσης τον K.G., είχαν επιχειρήσει να δραστηριοποιηθούν ανεξάρτητα από τη συμμορία που διακινούσε τα ναρκωτικά διακινώντας αυτόνομα μια μεγάλη ποσότητα κοκαΐνης. Αφού η συμμορία
πληροφορήθηκε την ανωτέρω ενέργειά τους απήγαγε τον K.G. και τον βασάνισε  για να συλλέξει πληροφορίες σχετικά με την κοκαΐνη και τα χρήματα τα οποία δεν αποδόθηκαν στην συμμορία, καταγράφοντας μάλιστα ορισμένες από τις καταθέσεις του σε μια ηχητική κασέτα. Η αστυνομία αφού ενημερώθηκε από τον ιδιοκτήτη του σπιτιού όπου κρατούνταν ο K.G. ελευθέρωσε τον όμηρο και παρέδωσε την κασέτα.
Το 2008, ο προσφεύγων καταδικάστηκε από το εθνικό δικαστήριο για τρεις κατηγορίες διακίνησης κοκαΐνης και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 12 ετών βασιζόμενο κυρίως σε καταθέσεις δύο μελών της πρώην εγκληματικής οργάνωσης του προσφεύγοντος, οι οποίοι είχαν αποφασίσει να συνεργαστεί με τις αρχές ενώ η κρίση για την ενοχή του είχε στηριχθεί συμπληρωματικώς στο αντίγραφο των
καταθέσεων του K.G. το οποίο είχε ληφθεί από την ηχογράφηση που είχε γίνει από την συμμορία. Το δικαστήριο έκρινε ότι αυτές οι καταθέσεις επιβεβαίωσαν τη
συμμετοχή του προσφεύγοντος στην επιχείρηση κοκαΐνης.

Ο προσφεύγων στην έφεσή του αμφισβήτησε, μεταξύ άλλων, τη χρήση του αντιγράφου της ηχητικής κασέτας και υποστηρίζοντας ότι οι δηλώσεις είχαν ληφθεί μετά από βασανιστήρια και, ως εκ τούτου, ήταν απαράδεκτες βάσει του ισχύοντος εκεί Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σύμφωνα με τον οποίον αποκλείει αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνονται μετά από εξαναγκασμό.

Το Εφετείο όμως απέρριψε την έφεση του θεωρώντας ότι ο σχετικός κανόνας δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε αποδεικτικά στοιχεία που έχουν ληφθεί από ιδιώτες καθόσον ισχύει μόνο για τις αποδείξεις που συλλέγονται από τις αρμόδιες κρατικές αρχές που διεξάγουν την έρευνα. Το δε Ανώτατο Δικαστήριο με τη σειρά του απέρριψε επίσης την αναίρεση του προσφεύγοντος το 2009 ως προδήλως αβάσιμη.

Ο προσφεύγων στη συνέχεια επικαλούμενος την παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ισχυρίστηκε ότι τα εγχώρια δικαστήρια δεν θα έπρεπε να δεχτούν ως αποδεικτικό στοιχείο το αντίγραφο των καταθέσεων του K.G. οι οποίες ήταν αποτέλεσμα βασανιστηρίων και απάνθρωπης μεταχείρισης που είχε υποστεί από τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης.
Το Δικαστήριο αφού επανέλαβε ότι η απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας όπως υπαγορεύεται από το
άρθρο 3 της ΕΣΔΑ είναι θεμελιώδης αξία στις δημοκρατικές κοινωνίες ανέφερε ότι η αρχή αυτή είναι απόλυτη δίχως να επιτρέπεται οιαδήποτε παρέκκλιση από αυτήν.

Παράλληλα τόνισε ότι το άρθρο 3 προστατεύει κάθε άτομο από οποιουδήποτε είδους κακομεταχείριση και ανεξαρτήτως εάν αυτή προκλήθηκε από δημόσιο υπάλληλο ή ιδιώτη.

Με βάσει της παραπάνω σκέψεις και αφού έλαβε υπόψιν της την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ για το συγκεκριμένο ζήτημα κατέληξε στη διαπίστωση ότι το άρθρο 3 τυγχάνει εφαρμογής στα πραγματικά περιστατικά της εξεταζόμενης υπόθεσης αφού και τα εθνικά δικαστήρια αναφέρονταν στην μεταχείριση που είχε υποστεί ο K.G. επανειλημμένως ως βασανιστήρια ή απάνθρωπη μεταχείριση.

Το Δικαστήριο επανέλαβε επίσης ότι μια σειρά υποθέσεων (ενδεικτικώς A. v. UK, cited above, §§ 22-24, Z and Others, M.C. v. Bulgaria, cited above, § 148,  Opuz v. Turkey, no. 33401/02, § 161, P.F. and E.F. v. the United Kingdom (dec.), no. 28326/09, 23 November 2010, § 38, Irina Smirnova v. Ukraine, no. 1870/05, § 73, 13 October 2016, V.C. v. Slovakia, no. 18968/07, § 119, ECHR 2011, V.K.
v. Russia, no. 68059/13, § 172, 7 March 2017) το έχουν οδηγήσει στην διαμόρφωση του κανόνα, σύμφωνα με τον οποίον η αποδοχή ως αποδεικτικό στοιχείο δηλώσεων
που λαμβάνονται ως αποτέλεσμα βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, αντιτίθεται στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ καθιστώντας ταυτόχρονα τη διαδικασία άδικη στο σύνολό της.

Σημείωσε ακόμη οτι οι προγενέστερες αποφάσεις του είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι  τα  ομοειδή αποδεικτικά στοιχεία είχαν συλλεχθεί από κρατικούς υπαλλήλους. Το ερώτημα ήταν εάν ο κανόνας αυτός θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν ληφθεί από τρίτους ως αποτέλεσμα κακομεταχείρισης η οποία όμως προκαλούνταν από ιδιώτες.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αποδοχή του ηχητικού αντιγράφου ως αποδεικτικό στοιχείο στην ποινική διαδικασία εναντίον του προσφεύγοντος είχε
καταστήσει τις διαδικασίες εντελώς άδικες, κατά παράβαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 § 1) θεωρώντας ότι ο πιο πάνω κανόνας ισχύει για την υπό κρίση υπόθεση. Έτσι και το Εφετείο που αποδέχθηκε τις καταθέσεις του G.K. ως
αποδεικτικά στοιχεία κατά παράβαση της απόλυτης απαγόρευσης κακομεταχείρισης που εγγυάται το άρθρο 3, και χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα επιχειρήματα του
προσφεύγοντος σχετικά με την αναξιοπιστία τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων ή τις συνέπειες της αποδοχής των καταθέσεων  αυτών σχετικά με το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης παραβίασε τη δικαιότητα της διαδικασίας.

Κατόπιν τούτο καταδίκασε την Πολωνία να καταβάλει στον προσφεύγοντα 8.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

Κοινοποίηση

Πρόσφατες Αναρτήσεις