Ποινικό Δίκαιο - Παραγραφή του αδικήματος της φοροδιαφυγής – Αναδρομική εφαρμογή νεότερου νόμου – άρθρο 2 ΠΚ – αντίθεση ποινικής διάταξης στο Σύνταγμα – αρχή της ισότητας – άρθρο 96 ν. 4745/2020

Μεγάλο νομικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπ’ αριθ. 1439/2020 ΜονΠλημΣερρών η οποία σε εκκρεμή υπόθεση φοροδιαφυγής έκρινε πως το εναρκτήριο χρονικό σημείο για την υπολογισμό της παραγραφής, μετά τις μεταβολές που επήλθαν με το ν. 4745/2020, είναι ο χρόνος που ο φερόμενος ως δράστης τέλεσε το αδίκημα δίνοντας μια λύση στο θεωρητικό ζήτημα που είχε προκύψει για την ποινική αντιμετώπιση των πράξεων με χρόνο τέλεσης πριν την θέσπιση του προμνημονευθέντος νόμου.

Στην επίδικη υπόθεση ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για να δικαστεί για το αδίκημα της φοροδιαφυγής. Ειδικότερα μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε από υπαλλήλους της Δ.Ο.Υ. Σερρών στην επιχείρησή που ο ίδιος διατηρούσε με αντικείμενο εργασιών το χονδρικό εμπόριο ανταλλακτικών και εξαρτημάτων μηχανοκίνητων οχημάτων, διαπιστώθηκε ότι δεν είχε υποβάλει περιοδική δήλωση ΦΠΑ τον 1 ο , 2 ο , 3 ο , και 4 ο τρίμηνο της χρήσεως του 2013. Το δε συνολικό ποσό Φ.Π.Α. που ο ανωτέρω φερόμενος ως δράστης φαινόταν να μην έχει αποδώσει στο Δημόσιο και να έχει ωφεληθεί αντίστοιχα ο ίδιος ήταν της τάξεως των 92.603,50 ευρώ για το έτος 2013.

Στο σκεπτικό της παραπάνω απόφασης επισημαίνεται ότι ο ν. 4745/2020 μετέβαλε τον χρόνο έναρξης της παραγραφής για το αδίκημα της φοροδιαφυγής καθόσον με τα άρθρα 32 παρ. 3 και 4 και 92 του Ν. 4745/2020 τροποποιήθηκαν τα αντίστοιχα άρθρα 55α και 68 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας σύμφωνα με τα οποία στο προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε από τον φορολογούμενο και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής.

Όμως μετά τον ως άνω νόμο ο χρόνος τέλεσης της πράξης και έναρξης της παραγραφής ταυτίζονται. Τονίζεται ωστόσο στην απόφαση ότι μπορεί η παραγραφή να ξεκινά από το χρόνο τέλεσης της πράξης πλην όμως, για τις πράξεις που τελέστηκαν μετά την έκοδσή του άνω νόμου, η παραγραφή αναστέλλεται από την έκδοση της πράξης επιβολής προστίμου της Δ.Ο.Υ. και μέχρι την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής χωρίς μάλιστα τους περιορισμούς του άρθρου 113 ΠΚ.

Το ζήτημα που ετίθετο και απασχόλησε την θεωρία αφορούσε το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής για τις εκκρεμείς υποθέσεις που είχαν τελεστεί πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4745/6.11.2020. Στο κρίσιμο αυτό ζήτημα το Δικαστήριο παρατηρεί ότι μπορεί ο νόμος να προβλέπει στο άρθρο 96 ότι οι διατάξεις του άρθρου 32, που οριοθετούν τον χρόνο έναρξης της παραγραφής, καταλαμβάνουν τις πράξεις που τελούνται μετά από την έναρξη ισχύος του άνω νόμου ενώ οι διατάξεις του άρθρου 33 καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις, όμως στη συνέχεια χαρακτηρίζει την επιλογή αυτή του νομοθέτη ως μια αστοχία.

Έτσι, συνεχίζει η απόφαση, δεν είναι δυνατόν από τη μια να καταργείται η παλαιά διάταξη που προέβλεπε τον χρόνο έναρξη της παραγραφής για τις πράξεις που τελούνται μετά τη θέσπιση του άνω νόμου αλλά ταυτόχρονα η ίδια κατηργημένη διάταξη να συνεχίζει να εφαρμόζεται για τις προγενέστερες της ισχύος του νόμου πράξεις. Με αυτόν το τρόπο ο παρατηρεί στο σκεπτικό της ότι ο νομοθέτης παραβιάζει την καθιερωμένη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας αφού μια τέτοια αντιμετώπιση δημιουργεί υπόλογους έναντι της δικαιοσύνης, δύο ταχυτήτων.

Ταυτόχρονα σημειώνει ότι ο νομοθέτης δεν δικαιούται να απαγορεύσει την αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου ποινικού νόμου αφού μια τέτοια ρύθμιση θα προσέκρουε ευθέως στην αρχή της νομιμότητας (άρ. 7 παρ. 1 Συντ.) αλλά και στην αρχή της ισότητας (άρ. 4 Συντ.).

Με αυτές τις σκέψεις το Δικαστήριο εφαρμόζοντας την αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου και πλέον της επιεικέστερης διάταξης του άρθρου 2 νέουΠΚ η οποία και έχει υπερνομοθετική ισχύ (δυνάμει των άρθρων 4 και 7 Σ., άρθρο 7 παρ. 1 ΕΣΔΑ και άρθρο 15 παρ. 1 του ΔΣΑΠΔ) σε συνδυασμό με την αρχή της ισότητας θεώρησε ότι τόσο επί των νέων υποθέσεων, ήτοι των όσων θα τελεστούν μετά τη θέσπιση του ν. 4745/2020 όσο και αυτών που είχαν τελεστεί πριν την θέσπισή του τυγχάνει εφαρμογής μόνο η διάταξη των άρθρων 32 και 92 του ν. 4745/2020 και κατά συνέπεια η έναρξη του χρονικού σημείου της παραγραφής συμπίπτει με τον χρόνο τέλεσης της πράξης.

Έτσι τελικώς το Δικαστήριο θεώρησε πως ο πραγματικός χρόνος υποβολής των επιμέρους περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. είναι ο χρόνος υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης ΦΠΑ που σε κάθε περίπτωση δεν υπερέβαινε εν προκειμένω α) την 30.4.2014 για τους υποκείμενους που κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου τηρούσαν απλογραφικά βιβλία βάσει του ΚΦΑΣ (Ν. 4093/2012) ή δεν υποχρεούται σε τήρηση βιβλίων του ΚΒΣ και β) 30.5.2014 για τους υποκείμενους που κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου τηρούσαν διπλογραφικά βιβλία βάσει του ΚΦΑΣ (Ν. 4093/2012).

Δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος βάσει της επιχειρηματικής του δραστηριότητας τηρούσε απλογραφικά βιβλία κατέληξε στο ότι ο χρόνος που όφειλε να υποβάλει την εκκαθαριστική δήλωση ΦΠΑ ήταν το αργότερο η 30.4.2014.

Με αυτό το σκεπτικό και αφού είχε ήδη παρέλθει οχταετία από την τέλεση του αδικήματος τελικώς έπαυσε την ποινική δίωξη.

Αποτέλεσμα του παραπάνω νόμου ήταν η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2, 111 – 113 νέου ΠΚ για την ημερομηνία έναρξης της παραγραφής και έτσι σωρεία εκκρεμών υποθέσεων φοροδιαφυγής, πλημμεληματικής φύσεως, να οδηγηθούν στη παραγραφή.

Η αλήθεια βέβαια είναι πως η εξέλιξη αυτή δεν εντάσσετο στην βούληση του νομοθέτη αφού εντός λίγων ημερών από την θέσπιση του άνω νόμου με το άρθρο 163 του ν. 4764/2020 επανέφερε την διαφοροποίηση του χρόνου έναρξης της ποινικής παραγραφής τροποποιώντας το άρθρο 55Α του Κ.Φ.Δ. ορίζοντας ότι «…2. Η παραγραφή των εγκλημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από το πέρας του χρονικού διαστήματος εντός του οποίου η Φορολογική Διοίκηση μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 36, να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, εκτός κι αν έχει ήδη εκδοθεί τέτοια πράξη, οπότε η παραγραφή των ως άνω εγκλημάτων αρχίζει από την έκδοση της πράξης αυτής.». Σε κάθε περίπτωση όμως η διάταξη αυτή ως δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, δεν είναι δυνατόν να καταλάβει όλα τα αδικήματα φοροδιαφυγής τα οποία έχουν τελεστεί μέχρι την έκδοση του ν.4764/2020.

Κοινοποίηση

Πρόσφατες Αναρτήσεις